ορυκτό

ορυκτό
Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα άμορφα ορυκτά. Στα σπάνια υγρά ο. συγκαταλέγεται ο υδράργυρος. Τα ο. συναντώνται στη φύση συχνά με τη μορφή συσσωματωμάτων. Οι μέθοδοι μελέτης και κατάταξης των ο. εξετάζονται από την ορυκτολογία. Από τις οπτικές ιδιότητες των ο., μεγάλη σημασία έχει ο δείκτης διάθλασης· στα ο. που κρυσταλλώνονται στο κυβικό σύστημα, ο δείκτης διάθλασης, έχει την ίδια τιμή προς όλες τις διευθύνσεις· στα ο. που κρυσταλλώνονται στα άλλα συστήματα, υπάρχουν δύο δείκτες διάθλασης. Στην περίπτωση αυτή, το ο. παρουσιάζει το φαινόμενο της διπλής διάθλασης: μία φωτεινή ακτίνα (οι παρατηρήσεις γίνονται με μονοχρωματικό φως για να αποφευχθεί το φαινόμενο της διάχυσης) καθώς διέρχεται από τον κρύσταλλο διαιρείται σε δύο ακτίνες, δηλαδή μία τακτική (σταθερός δείκτης διάθλασης) και μία έκτακτη (μεταβλητός δείκτης διάθλασης)· σε ένα ο. μπορεί να υπάρχουν μία ή δύο διευθύνσεις (που ονομάζονται οπτικοί άξονες) κατά τις οποίες να συμπεριφέρεται σαν να είχε μόνο ένα δείκτη διάθλασης· στις περιπτώσεις αυτές, τα ο. ονομάζονται, αντίστοιχα, μονοαξονικά (τετραγωνικό, εξαγωνικό και τριγωνικό σύστημα) και διαξονικά (ρομβικό, μονοκλινές και τρικλινές σύστημα). Άλλες χαρακτηριστικές οπτικές ιδιότητες των ο. είναι η ανάκλαση του προσπίπτοντος φωτός, που καθορίζει τη λάμψη του o., η φωτοβολία, ειδική ιδιότητα των ο. που εκπέμπουν χρωματιστές ακτινοβολίες, όταν υποβληθούν σε υπεριώδη ακτινοβολία ή θερμανθούν ή διεγερθούν μηχανικά, ο πλεοχρωισμός, που καθορίζεται από μία παραλλαγή χρωμάτων ανάλογα με τη διεύθυνση παρατήρησης. Από τις ηλεκτρικές ιδιότητες των o., σημασία έχουν ο πιεζοηλεκτρισμός, δηλαδή η ανάπτυξη ηλεκτρικού φορτίου σε ένα ο. όταν υποβληθεί σε μηχανική διέγερση, και ο πυροηλεκτρισμός, όταν διεγερθεί με τη θερμότητα. Μερικά ο. παρουσιάζουν το φαινόμενο του φυσικού μαγνητισμού, όπως για παράδειγμα ο μαγνητίτης, η φυσική πλατίνη. Στις χημικές ιδιότητες των ο. πρέπει να σημειωθούν ο πολυμορφισμός, όταν δηλαδή μια ουσία μπορεί να κρυσταλλωθεί σε διάφορα κρυσταλλικά συστήματα, και ο ισομορφισμός, όταν διαφορετικές ουσίες κρυσταλλώνωνται σε όμοια σχήματα, δηλαδή στο ίδιο σύστημα. Δείγμα ορυκτού αζουρίτη.
* * *
το
1. στερεό ομογενές σώμα που σχηματίζεται από φυσικές διεργασίες και αποτελεί, γενικά, ανόργανη κρυσταλλική ένωση με ορισμένη χημική σύσταση και εσωτερική κρυσταλλική δομή και το οποίο είτε βρίσκεται στην επιφάνεια είτε εξορύσσεται από το υπέδαφος ή από τα έγκατα τής Γης (α. «ανθρακικό ορυκτό» β. «θειούχο ορυκτό» γ. «πυριτικό ορυκτό»)
2. φρ. α) «πετρογενετικό ορυκτό»
i) κάθε ορυκτό που σχηματίζει εκρηξιγενή, ιζηματογενή ή μεταμορφωμένα πετρώματα και αντιπροσωπεύει τυπικά ένα μικρό μέρος τών πετρογενετικών διεργασιών
ii) ορυκτό που αφθονεί σε ένα πέτρωμα και έχει ουσιώδη σημασία για τη μελέτη τών πετρογενετικών διεργασιών
β) «πρωτογενές ορυκτό» — κάθε ορυκτό που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τών πρώτων σταδίων στερεοποίησης, δηλ. κρυστάλλωσης, ενός εκρηξιγενούς πετρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιβ. ορυκτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορυκτό άλευρο ή γη διατόμων — Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από πυριτικά λείψανα διατόμων γλυκών νερών. Το σχήμα των φυκών αυτών ποικίλλει· στο μικροσκόπιο τα κελύφη τους φαίνονται συνήθως σαν μικρές, κενές, διάτρητες θήκες· γι’ αυτό το ορυκτό άλευρο είναι ένα… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό — το σώμα ανόργανο με ορισμένη χημική σύσταση στην επιφάνεια ή τα βάθη της Γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλας, ορυκτό — Βλ. λ. αλάτι …   Dictionary of Greek

  • εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • θομσωνίτης — Ορυκτό πυριτικό, του τύπου NaCa2Al5Si5O20 · 6H2O. Το ορυκτό αυτό κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του ρομβικού συστήματος και βρίσκεται κατά αδένες και συστάδες καθώς και με τη μορφή δίδυμων κρυστάλλων. Ανήκει στην ομάδα των ζεόλιθων και, εκτός από… …   Dictionary of Greek

  • κερνίτης — Ορυκτό, που αποτελείται από τα στοιχεία νάτριο, βόριο, οξυγόνο και υδρογόνο, με χημικό τύπο Na2B4O6(OH)2.3H2O. O κ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και παρά τη σπανιότητά του ήταν παλαιότερα μία από τις κύριες πηγές του βόρακα και άλλων… …   Dictionary of Greek

  • γαληνίτης — Ορυκτό που η χημική του σύσταση καθορίζεται ως θειούχος ένωση του μολύβδου (PbS). Αποτελεί ένα από τα 300 και πλέον μέλη της ομάδας των θειούχων ορυκτών. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα (ολοεδρία), σε κρυστάλλους καλά διαπλασμένους, με μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αλβίτης — Ορυκτό με ανοιχτό χρώμα, που ορίζεται χημικά ως πυριτικό άλας του αργιλίου και νατρίου· ο χημικός του τύπος είναι NaAl Si3O8. Αποτελεί τον πιο όξινο τύπο και συνεπώς το πιο πλούσιο σε πυρίτιο ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων (που είναι… …   Dictionary of Greek

  • αυγίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του τύπου (Ca, Mg, Fe, Αl)2 (ΑΙ, Si)2 Ο6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει κοντούς πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,4 gr/cm3 και… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”